Ποιήματα

Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια, ραψωδία Ω, στίχοι 966-973

Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα 
περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...» 

Οδυσσέα Ελύτη, Ελένη

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίριΜουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιέςΌλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πιαο καιρόςΚατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμέςναυάγησαν στα σύννεφαΤώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μαςΚι είμαστε —σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη—Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνηΔεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχειςΜια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερηΝα σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μαςΜια που υπάρχει αλλούΚαταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ώς τον ήλιοΛέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλιΌχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμεΠαρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχήςΈνα θολό συναίσθημαΗ μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μαςΚι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σουΤο φως στον άσπιλο ουρανόΚι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολικήΔιαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμαΕίναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμόςΤο πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνησηΠου βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φωςΠίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψηΠου δε βλέπει τίποτεΓιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπηματου μεγάλου ρολογιού στον τοίχοΓιατί έγινε κιόλαςΠοίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυακαι λόγιαΛόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:Εσένα!

Οδυσσέα Ελύτη, Η Ελένη 

Η Μαρία Νεφέλη αναμφισβήτητα
είναι κορίτσι οξύ
αληθινή απειλή του μέλλοντος·
κάποτε λάμπει σαν μαχαίρι
και μια σταγόνα αίμα επάνω της
έχει την ίδια σημασία που είχε άλλοτε
το Λάμδα της Ιλιάδας.

Η Μαρία Νεφέλη πάει μπροστά
λυτρωμένη από την απεχθή έννοια του αιώνιου κύκλου.

Και μόνο με την ύπαρξή της
αποτελειώνει τους μισούς ανθρώπους.

Η Μαρία Νεφέλη ζει στους αντίποδες της Ηθικής
είναι όλο ήθος.

Όταν λέει «θα κοιμηθώ μ' αυτόν»
εννοεί ότι θα σκοτώσει ακόμη μια φορά την Ιστορία.
Πρέπει να δει κανείς τι ενθουσιασμός που πιάνει τότε
τα πουλιά.

Έξαλλου με τον τρόπο της
διαιωνίζει τη φύση της ελιάς.
Γίνεται ανάλογα με τη στιγμή
πότε ασημένια πότε βαθυκύανη.
Γι' αυτό και οι αντίπαλοι ολοένα
εκστρατεύουν - κοιτάξετε:


Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός

Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.

Μακριά μέσα στ' απώτατα βάθη του Αμνού
ο πόλεμος συνεχίζεται.

Και ο Αντιφωνητής:

άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες
πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια

Κάθε καιρός κι η Ελένη του.

Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι
κι ευφραίνεται. 


Οδυσσέα Ελύτη, Η Ελένη της Κρήτης με το πρόσωπο και με το πλάι

Να 'ταν η στενοχώρια να γεννούσε καν ένα πουλί σκισιματιά που
θα τραβούσε πάνου ως κάτου μες στου μέσα κόσμου τη μαυρίλα    
κι αψιθιά με τι δριμύτη απ' τα βουνά της Κρήτης θ' άναβε μες
στον Άδη σαν αηδονολαλιά

Πόρπη ασημένια Ελένη

Βρέξε βασιλικό τα χέρια σου να δροσιστώ σαν να 'χω μες στα χάδια
σου διαβάσει τις επιστολές του Παύλου

(Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή)

Πήραν τους τρεις ανέμους οι βοσκοί κι εσύ τον τέταρτο τραβάς και
φέγγεσαι που να θωρώ πίσω απ' το σώμα σου να τρέχουν όρη και
νησιά του γραίγου όλα τα ερημόλογα και τα κατσούλια της αυλής
όπου μεγάλωσες παραδεισένια

Ελένη χώρα του Ήδυπνου

Που λέω αλήθεια πόσο πρέπει να υπόφερε ο ουράνιος κηπουρός για
να 'βγει τέτοια μέντα η ομορφιά σου

(Φώναζε στην αυλή
ψι-ψι  ψι-ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει
ψι-ψι  ψι-ψι
την αστραπή τους τη χρυσή)

Κι όπως παντού νυχτώνει κάποτε όμως (ίδια μες στην αγάπη) ένα
φωσάκι καταμόναχο φωνάζει «εγώ» «εγώ» κι ούτε τ' ακούει κανένας    
μόνο μια θύμηση ανεβαίνει σαν λευκή μορφή καταθαλάσσης
γυρισμένη έτσι κι εσένα

Σελήνη Ελένη αναβρυτή

Κάποιου το δάκρυ που δεν έδειξες τη σκοτεινή καρδιά θα τιμωρεί
και δεν αντέχει κοίτα στο λιγούλι γιασεμί της νύχτας όλο το δαιμονολόγι

(Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
και μυστικέ μου Αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί).


Γιώργου Σεφέρη: Ελένη

ΤΕΥΚΡΟΣ
... ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
....................................................................

ΕΛΕΝΗ
Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ', αλλ' είδωλον ην.
...................................................................

ΑΓΓΕΛΟΣ
Τι φης;
Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: ΕΛΕΝΗ.


«Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»*

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα: 
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών·
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ' έφερε εδώ, σ' αυτό το γυρογιάλι.*
Το φεγγάρι
βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη·
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη,* τώρα πάει νά 'βρει
την Καρδιά του Σκορπιού,* κι όλα τ' αλλάζει.
Πού είν' η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.*

Αηδόνι ποιητάρη*,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα*
σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους —ποιος θα το 'λεγε;— η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια* της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι. 
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.*
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο·*
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·  Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα της εκκλησίας της Ασίνου. Μπορείτε να δείτε, ψηλά στην αψίδα του νάρθηκα, τις δύο τοιχογραφίες της Γης και της Θάλασσας 
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

Κι ο αδερφός μου;*
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ΄ανάμεσό τους*;

«Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν* για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι*,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών·
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στην μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους* που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.


Γιάννη ΡίτσουΕλένη  (απόσπασμα)

''Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους -
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης - οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα - έτσι λένε, - οδηγοί καραβιών· - Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, - ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει,
να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.''


Κωστή Παλαμά, Ελένη

Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου

την πηγή χυμένη εγώ,

το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου

και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·

γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου

θεόπλαστο ολοζωντανό

θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν

πόλεμο και χαλασμό.

Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο

νυχτανεβασμένο ίσκιο μου

σε γη και ώρα στοιχειωμένη

πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·

είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,

κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.



Τάκη Σινόπουλου, Ποίημα για την Ελένη

Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ' όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ' οράματα τα χρόνια μου.
Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.

Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου 'φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου 'φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.

Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα.
Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ' τη δική σου δύναμη.

Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.

Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.

Τάχα θα' ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;

Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;

Από τη συλλογή Ελένη (1957)


Γ. Mανουσάκη, Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα


 Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω
στην πύλη αυτού του παλατιού.

Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.

Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.

Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.

Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της.

Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα.

Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη. 
Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.
Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο